Πολύ συχνά στην
ψυχοθεραπεία ο θεραπευόμενος νιώθει οργή, απογοήτευση, εγκατάλειψη και προδοσία
από τον θεραπευτή του.
Αυτά –κυρίως τα
αρνητικά- συναισθήματα καθρεφτίζουν βασικά τραύματα, μη επουλωμένα, που
σχηματοποιήθηκαν σε πρώιμες φάσεις της ψυχικής εξέλιξης του, καθώς είχε
αποκλειστική κι απόλυτη ανάγκη την υπερ-παρουσία των γονιών του.
Τραύματα και σήμερα
νωπά που απαιτούν με την παραμικρή ευκαιρία – κρίση να βγουν στην επιφάνεια της
θεραπευτικής σχέσης, ακριβώς για να αποδείξει η τελευταία τον θεραπευτικό της
χαρακτήρα.
Η εμπειρία μου
δείχνει πως σε αρκετές περιπτώσεις η ασυνείδητη επιθυμία διαλεύκανσης του τραύματος
προσκρούει σθεναρά στο αίτημα του θεραπευόμενου να παραμείνει το τραύμα κρυφό,
ανέγγιχτο, αδιευκρίνιστο, στην ουσία αθεράπευτο.
Έτσι, πολύ συχνά,
όταν αναδύεται ο θυμός, η απογοήτευση, το αίσθημα της προδοσίας, ως αποτέλεσμα
της παρούσας θεραπευτικής σχέσης, ο θεραπευόμενος, τρομαγμένος βιάζεται να
χρησιμοποιήσει την οργή του ως μοχλό προκειμένου να βγει από την σχέση.
Αποδίδοντας τα αρνητικά του συναισθήματα αποκλειστικά στα χαρακτηριστικά του
θεραπευτή του και στους «κακούς» του θεραπευτικούς χειρισμούς.
Σ’ αυτές τις
περιπτώσεις, το πιο «ζουμερό» και καρποφόρο συστατικό της ψυχοθεραπείας –δηλαδή
η ζωντανή σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους με νωπά τραύματα και αιμάζουσες ανάγκες- παραγνωρίζεται και, δυστυχώς,
παραμένει αναξιοποίητο.
Ο θεραπευόμενος,
βγαίνοντας με οργή από την σχέση, διατηρεί την ψευδαίσθηση πως παρέμεινε
άτρωτος από την ανεπάρκεια, την «κακότητα», ή τους πλημμελείς χειρισμούς ενός
ανίκανου ψυχοθεραπευτή.
Στην πραγματικότητα, από
τον δεύτερο (τον θεραπευτή) του αφαιρέθηκε η δυνατότητα της ιαματικής
παρέμβασης μέσα από την ανάδειξη του λανθάνοντος ζητήματος, ενώ ο πρώτος, κρατώντας
σφιχτά, αλλά ερμητικά κλειστή –σαν να είναι ο όντως «θησαυρός» του- την βαλίτσα
της αυτοδικαίωσης, θα συνεχίσει να την περιφέρει θριαμβευτικά –αλλά τραυματικά-
στις μελλοντικές του σχέσεις –θεραπευτικές και μη- μένοντας αγιάτρευτος, και
έχοντας παρέα την χωρίς επίγνωση ορφάνια του…